μεράδι

μεράδι
το
-ιού
1. μερίδιο κτηματικής περιουσίας, μερτικό: Τα χωράφια έγιναν δυο μεράδια.
2. η βαλανιδιά: Στο δάσος φύτρωναν πολλά μεράδια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεράδι — (I) το μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρ άδιον, υποκορ. τού μοίρα με ανοιχτότερη προφορά τού /i/ (μοιρ ) ως /e/ (μερ ), λόγω τού ακολουθούντος ρ (πρβλ. σίδηρος > σίδερο, ξηρός > ξερός κ.λπ.)]. (II) το κοινή ονομασία τού φυτού Quercus lanuginosa,… …   Dictionary of Greek

  • μοιράδι — το (Μ μοιράδιον και μεράδι και μεράδιν και μεράδιον και μοιράδι και μοιράδιν) 1. τεμάχιο γης, φέουδο 2. μερίδιο κληρονομιάς, μερτικό 3. (γενικά) τμήμα, μέρος ενός συνόλου νεοελλ. παροιμ. «τού συντρόφου το μοιράδι δεν τό χάνει η συντροφιά» λέγεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”